Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

απολαμβάνω της

  • 1 ἀπολαμβάνω

    ἀπολαμβάνω fut. ἀπολή(μ)ψομαι; 2 aor. ἀπέλαβον; pf. ptc. ἀπειληφότες 4 Macc 18:23. Mid.: 2 aor. ptc. ἀπολαβόμενος; pf. ptc. ἀπειλημμένων Is. 5:17 (s. λαμβάνω; Eur., Hdt.+).
    to obtain someth. from a source, receive τὶ: τ. υἱοθεσίαν adoption Gal 4:5. τὴν ἐπαγγελίαν B 15:7; pl. Hv 2, 2, 6, cp. 5:7. πάντα Hm 9:4. τ. ἐκκλησίαν 2 Cl 14:3. τ. αἰώνιον ζωήν 8:6.—As commercial t.t. (s. ἀπέχω) receive (UPZ 162 VIII, 28 [117 B.C.] τ. τιμὴν ἀπολαβεῖν) τὰ ἀγαθά σου you have already received your good things Lk 16:25 (difft. KBornhäuser, NKZ 39, 1928, 838f); cp. 2 Cl 11:4. Esp. of wages (since Hdt. 8, 137 μισθόν; Sb 7438, 13 [VI A.D.]; GrBar 15:3 μισθόν) ἀ. πολλαπλασίονα receive many times more Lk 18:30; ἄξια ἀ. 23:41; τ. μισθόν 2 Cl 9:5; Hs 5, 6, 7; μισθὸν πλήρη 2J 8; ἀντιμισθίαν ἀ. Ro 1:27; ἀπὸ κυρίου ἀ. τ. ἀνταπόδοσιν Col 3:24; τ. κλῆρον ἀ. obtain one’s lot IRo 1:2; τ. μέλλοντα αἰῶνα the future age (w. its glory) Pol 5:2; τ. τῆς ἀφθαρσίας στέφανον MPol 19:2 (cp. τὴν δόξαν TestJob 43:15). It appears to be used abs. οὐ γὰρ | ἐν τοῖς ζωοῖς μόνοις ἀπολαμβάνουσιν οἱ κακοῦργοι τῶν ἀν(θρώπ)ων ἀλλὰ [κ]αὶ| κόλασιν ὑπομένουσιν καὶ πολ[λ]ὴν| βάσανον Ox 840, 4–7, but the primary obj. is probably κόλασις which does duty for the two clauses, w. β. being an additional feature in the endtime: not only among the living do human evildoers receive punishment, but they also await it and much torment as well.—EPreuschen, ZNW 9, 1908, 4.
    to receive back someth. that one previously possessed, recover, get back (Jos., Ant. 5, 19; Just., A I, 18, 6 τὰ … ἑαυτῶν σώματα) τὰ ἴσα the same amount Lk 6:34 (a commercial term as Sb 7516, 24 [II A.D.] τὰ ὀφειλόμενα). ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν he has gotten him back safe and sound 15:27. Fig. τ. λαὸν καθαρόν take his people back pure Hs 9, 18, 4. τὸ ἴδιον μέγεθος ISm 11:2.
    to lead or take away from a particular point, take away of persons (so since Hdt. 1, 209; Aristoph., Ran. 78 αὐτὸν μόνον; PLond I, 42, 13 p. 30; Witkowski 32, 13 p. 62; sim. 36, 10f p. 65 for confinement; Jos., Bell. 2, 109 ἀπολαβόμενος αὐτὸν κατʼ ἰδίαν; 2 Macc 6:21) mid. ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τ. ὄχλου κατʼ ἰδίαν he took him aside, away fr. the crowd, by himself Mk 7:33.
    to accept someone’s presence with friendliness, welcome (PLips 110, 6; PIand 13, 17f ἵνα μετὰ χαρᾶς σε ἀπολάβωμεν) 3J 8 v.l.; τὴν πολυπληθίαν ὑμῶν your entire congregation IEph 1:3. ὸ̔ν ἐξεμπλάριον τ. ἀφʼ ὑμῶν ἀγάπης ἀπέλαβον whom I have welcomed as a living example of your love 2:1.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπολαμβάνω

  • 2 αμέριστος

    η, р [ος, ον ]
    1) неразделённый, нераспределённый; 2) неделимый, нераздельный; 3) полный, беспредельный;

    απολαμβάνω της αμέρίστου εκτιμήσεως — заслужить полное уважение;

    μετ· αμέρίστου ενδιαφέροντος — с глубочайшим интересом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αμέριστος

  • 3 ἀπό

    ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.
    A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (as

    ἀπὸ ἕθεν Il.6.62

    ,

    ἀπὸ νευρῆς 11.664

    , Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]
    I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:
    1 of Motion, from, away from,

    ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208

    ; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;

    ἀπ' οὐρανόθεν 8.365

    (later with Advbs.,

    ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10

    , etc.); strengthd.,

    ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151

    ; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,

    λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2

    ; similarly of the cause or ground,

    ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126

    :— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,

    οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386

    ;

    ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49

    ; so

    ἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79

    ; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;

    ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7

    ;

    ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62

    ;

    ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29

    ; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined with

    ἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a

    .
    2 of Position, away from, far from,

    μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292

    (cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);

    κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110

    ;

    μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193

    ; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;

    ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7

    , cf. 46;

    αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64

    ;

    ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99

    ; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,

    ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4

    , etc.; but later the numeral follows

    ἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56

    ;

    ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4

    ; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.
    3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;

    ἀ. δόξης 10.324

    ;

    οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344

    ;

    ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76

    ; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;

    οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389

    ;

    οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6

    ;

    μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863

    .
    4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ)

    , ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523

    ; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,

    ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278

    .
    5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;

    αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b

    ; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;

    ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19

    ;

    τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18

    .
    6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;

    αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539

    ;

    ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27

    ;

    ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87

    , cf. A.Pers. 1023.
    7 Math., of figures described upon a base,

    κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19

    , etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.
    8 ἀ. ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman, LXX1 Es.9.40; ἀ. ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦib.Nu.5.3.
    9 from being, instead of,

    ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106

    .
    10 privative, free from, without,

    ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19

    (ii A. D.);

    ἀ. ζημίας PTeb420.4

    (iii A. D.).
    II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;

    ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5

    ;

    ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8

    ; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;

    ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82

    , X.An.7.5.8;

    τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25

    ;

    ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14

    , etc.;

    δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55

    , cf. X.An.1.7.18, etc.;

    ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13

    ; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.;

    ἀφ' οὗπερ A.Pers. 177

    ;

    ἀφ' ἧς Plu.Pel.15

    ; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;

    ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25

    , etc.;

    ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8

    ; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;

    ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218

    ; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;

    ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23

    ; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;

    γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5

    : hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;

    ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3

    (iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.
    III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:
    1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;

    γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350

    , cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,

    τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81

    , cf. Hdt.7.150;

    πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853

    ; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;

    Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509

    : of the place one springs from,

    ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839

    . cf. 849;

    Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114

    , cf. Th.1.89, etc.;

    τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5

    , etc.:hence,
    b metaph. of things,

    Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18

    ; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;

    γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611

    ;

    μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314

    ;

    ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69

    ; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.
    c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,

    οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14

    ;

    οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2

    ; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;

    οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10

    , etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.
    2 of the material from or of which a thing is made,

    εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65

    ;

    ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970

    , cf. S.Tr. 704;

    ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117

    ;

    ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4

    : hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,

    θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707

    ([place name] Cos);

    κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a

    ; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;

    θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49

    ;

    σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8

    .
    3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605;

    τόξου ἄπο κρατεροῦ ὀλέκοντα φάλαγγας 8.279

    ;

    ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371

    , 11.675; so

    ἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29

    ; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;

    μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7

    ;

    ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29

    ;

    βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7

    .
    4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,

    οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14

    ;

    ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54

    ;

    ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν ἔργον ἀξιόλογον Th.1.17

    , cf. 6.61;

    ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a

    , etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;

    τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127

    ; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.
    5 of the source from which life, power, etc., are sustained,

    ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203

    ; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;

    ἀ. πολέμου Id.5.6

    ;

    ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14

    ;

    ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1

    ;

    τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9

    , cf. Th.1.99;

    ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569

    , cf. D.24.124;

    ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788

    , cf. D.18.102;

    ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

    quaestum corpore facere,

    Plu. Tim.14

    .
    6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,

    ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42

    ; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;

    ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17

    ;

    τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46

    ;

    ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9

    ;

    ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27

    ; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;

    βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29

    ;

    κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194

    ; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου

    φρενός A.Ag. 1302

    , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;

    ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298

    ;

    ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91

    ; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);

    ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d

    ; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656;

    πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον A.Ag. 988

    ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;

    ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9

    ;

    ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66

    , cf. IG1.9;

    τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3

    ; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;

    ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68

    ; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).
    7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;

    νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762

    .
    B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);

    ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8

    H. ([place name] Idalion).
    2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).
    C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.
    1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.
    2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.
    3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.
    4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.
    5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.
    6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.
    E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, as

    ὀμμάτων ἄπο S.El. 1231

    , etc.; never in Prose.
    2 ἄπο for ἄπεστι, Semon.1.20, Timocr.9.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπό

  • 4 λαμβάνω

    + V 408-428-225-72-202=1335 Gn 2,15.21.22.23; 3,6
    to take [τι] Gn 2,21; id. [τινα] Gn 2,15; to take [τινος] Gn 3,6; id. [ἀπό τινος] Ex 12,7; to take away, to remove [τι] 2 Chr 16,2; to take away [τινα] 2 Kgs 2,5
    to take by violence, to carry off as booty [τι] Jos 11,19; to take by violence, to take captive [τινα] Jgs 8,16; to capture (a city) [τι] 1 Chr 11,8; to take up, to carry away [τινα] (of storm) Is 41,16
    to take hold of, to seize [τινα] (of pains) Ex 15,14; to attack [τινα] (of sudden pain) 2 Mc 9,5; to catch, to overtake [τινα] (of sleep) DnLXX 4,33b
    to get, to receive [τι] Lv 25,36; id. [abs.] Hab 1,3; id. [τινα] Ps 48(49),16; to take from, to accept from [τι παρά τινος] Gn 23,13; to gain, to win (virtue)
    [τι] Zech 6,13; to receive (for money), to buy [τι] Dt 2,6, cpr. Ez 29,14, Jos 11,19; to take up, to pronounce [τι] Mi 2,4
    to take up, to pronounce [τι] Mi 2,4; to incur [τι] Lv 5,1; to levy, to impose [τι] 1 Mc 3,31; to choose, to select [τινα] Nm 8,6; to take, to choose 2 Mc 8,7; to fetch, to find [τινα] 2 Kgs 3,15; to take as [τινα
    +pred.] Lv 18,18; to take sb for [τινα εἴς τινα] Gn 43,18; id. [τινα εἴς τι] 1 Mc 14,5
    οὐ λήμψεται μάχαιραν he shall not draw the sword Is 2,4; ἔλαβεν Ααρων τὴν Ελισαβεθ αὐτῷ γυναῖκα Aaron took Elisabeth as his wife Ex 6,23; ἔλαβον αὐτὴν ἐμαυτῷ εἰς γυναῖκα I took her as my wife Gn 12,19; ἧς οὐχὶ πεῖραν ἔλαβεν ὁ ποὺς αὐτῆς βαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς whose foot has not yet attempted or tried to go upon the earth Dt 28,56; ἐὰν λάβῃς τὸν συλλογισμὸν τῶν υἱῶν Ισραηλ if you should take account of the children of Israel, if you should count the children of Israel Ex 30,12; πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντας keeping or bearing in mind 2 Mc 8,17; οὐκ ἔλαβεν συντέλειαν it is not finished 1 Ezr 6,19; λημψόμεθα τὴν ἐκδίκησιν ἡμῶν ἐξ αὐτοῦ we shall take our vengeance on him, we shall avenge ourselves on him Jer 20,10; λήμψονται τὴν κόλασιν αὐτῶν περὶ πάντων, ὧν ἐποίησαν they shall receive or bear their punishment for all the things they have done, they shall be punished for all the things they have done Ez 43,11; οὐ λήμψῃ πρόσωπον πτωχοῦ you shall not take the poor into consideration, you shall not show partiality towards the poor, you shall not favour the person of the poor Lv 19,15; ὅταν λάβω καιρόν whenever I seize the opportunity, whenever I take a set time Ps 74(75),3; πᾶς, ὂς ἂν λάψῃ τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ ἐκ τοῦ ὕδατος whosoever shall lap of the water with his tongue Jgs 7,5; δεξιὰς λαβεῖν to take the right hand, to shake hands, to pledge friendship 1 Mc 13,50; ἔλαβεν ἐν γαστρὶ Ρεβεκκα Rebecca became pregnant, Rebecca conceived Gn 25,21; τὰ πρόβατα ἐ̓ν γαστρὶ λαμβάνοντα the sheep carrying their young, the sheep that had conceived in the belly, the pregnant sheep Gn 30,41; ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ he lifted up his soul to vanity, he desired vanity Ps 23(24),4; ἑώρα ἀδύνατον εἶναι τὸν Σιμωνα παῦλαν οὐ λημψόμενον τῆς ἀνοίας he saw that it was impossible that Simon would leave or abandon his folly 2 Mc 4,6; τὸν δὲ ἀγορασμὸν τῆς σιτοδοσίας τοῦ οἴκου ὑμῶν λαβόντες ἀπέλθατε go away with the sale of your house’s grain Gn 42,33; λαβόντες χρόνον at the appointed time 1 Ezr 9,12
    *1 Chr 24,31 ἔλαβον they received corr. ἔβαλον for MT ויפילו they cast (lots), cpr. 1 Sm 14,42, Est 3,7, Neh 11,1; *Jer 23,39 ἐγὼ λαμβάνω I (will) take, seize-אתישׂנ for MT יתישׁנ I will forget, cpr. Ez 39,26;
    *Zph 3,18 τίς ἔλαβεν who took-אשׂנ מי? ⋄אשׂנ for MT אתשׂמ the burden (of)?; *Jb 38,14 ἦ σὺ λαβών did you take-שׂהתתפ ⋄שׂתפ? for MT תתהפך ⋄הפך did it change
    Cf. HARL 1991=1992a 152-153; HARLÉ 1988 99.166-167; HELBING 1928, 53; LE BOULLUEC 1989, 245;
    MARGOLIS, M. 1906a=1972 71-74; →TWNT
    (→ἀναλαμβάνω, ἀντιλαμβάνω, ἀπολαμβάνω, διαλαμβάνω, ἐκλαμβάνω, ἐπιλαμβάνω, ἐπικαταλαμβάνω, καταλαμβάνω, μεταλαμβάνω, παραλαμβάνω, περιλαμβάνω, προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, συμπαραλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, συναντι-, ὑπολαμβάνω,,)

    Lust (λαγνεία) > λαμβάνω

  • 5 ἀπόληψις

    A intercepting, cutting off,

    ὁπλιτῶν Th.7.54

    ; stoppage, ἐπιμηνίων, οὔρων, Hp.Prorrh.1.51, 2.7, etc.;

    ὑδάτων Thphr.CP3.21.1

    ; imprisonment,

    πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep. 2p.48U.

    ;

    ἀ. ποδός

    constrained position,

    Hp.Art.62

    .
    b refutation, Gal.5.261.
    2 reception,

    τῆς φιλίας Phld.D.3

    Fr.84, cf. Str.10.2.25.
    3 clamp, holdfast, Ph.Bel.57.44.
    4 repayment, Phalar. Ep.27.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόληψις

См. также в других словарях:

  • απολαμβάνω — απολαμβάνω, απόλαυσα βλ. πίν. 98 Σημειώσεις: απολαμβάνω : συναντάται μερικές φορές και ο λόγιος αόριστος απήλαυσα. Σπάνια χρησιμοποιείται ο λόγιος ενεστώτας απολαύω σε εκφράσεις όπως: απολαύει της εμπιστοσύνης (→ έχει την εμπιστοσύνη...) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • απολαβή — Η ωφέλεια, το κέρδος· (πληθ.) το εισόδημα, o μισθός. Ο όρος εξ απολαβής είναι ναυτικός και σημαίνει τον περιορισμό της ταχύτητας ενός σχοινιού, είτε περιτυλίγοντάς το σε στύλο ή πάσσαλο, είτε συγκρατώντας το με το χέρι (χέρι παρά χέρι). Στη… …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… …   Православная энциклопедия

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»